- εὐανθέστερα
- εὐανθήςbloomingneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐανθεστέρα — εὐανθεστέρᾱ , εὐανθής blooming fem nom/voc/acc comp dual εὐανθεστέρᾱ , εὐανθής blooming fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανθεστέρᾳ — εὐανθεστέρᾱͅ , εὐανθής blooming fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανθεστέρας — εὐανθεστέρᾱς , εὐανθής blooming fem acc comp pl εὐανθεστέρᾱς , εὐανθής blooming fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανθεστέραν — εὐανθεστέρᾱν , εὐανθής blooming fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… … Dictionary of Greek